του Αντώνη Κάλφα
Ο φωτογράφος Γιάννης Στυλιανού (1941-1996)—γόνος γνωστής θεσσαλονικώτικης οικογένειας—ασχολήθηκε με τη φωτογραφία ουσιαστικά για πέντε περίπου χρόνια και πραγματοποίησε μία και μοναδική έκθεση στη Θεσσαλονίκη. Κατόπιν αποσύρθηκε και ετελεύτησε τη ζωή του στην ίδια πόλη ασχολούμενος με πράγματα φαινομενικά αλλότρια—ιδιωτικές επιχειρήσεις και άλλες ανάγκες τον έκαναν να σιωπήσει. Κι όμως η πριν από 16 χρόνια καλοτυπωμένη έκδοση του Μουσείου Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης (Γιάννης Στυλιανού, Η διαυγής όραση και η ευγενής αντινομία, με κατατοπιστική εισαγωγή και χρονολόγιο του Ηρακλή Παπαιωάννου) αποκαλύπτει έναν ιδαλγό, έναν ανυποχώρητο καταγραφέα της μακεδονικής γης, έναν νεορεαλιστή αυτοδίδακτο, αυθεντικόν υπερασπιστή της ενδοχώρας. Δεν είναι μόνον ότι καταφέρνει να δώσει το ακριβές περίγραμμα της γεωγραφίας, δεν είναι απλώς ένας μαιτρ της ασπρόμαυρης εικόνας (αυστηρά περιγράμματα, θεματική καθαρότητα και λατρεία του αντικειμένου απαράμιλλη), είναι συνάμα και αδιάψευστος ποιητής της μακεδονικής τοπολογίας και τυπολογίας: άνθρωποι και φύση καθρεφτίζονται με ειλικρίνεια και ζωντάνια, χωριά και πόλεις καλύπτονται από μιαν μυθική αχλύ του αληθινού (οι κοπέλες από τα χωριά της Πιερίας συνιστούν λαογραφικής εμπνεύσεως μελετήματα), η Θεσσαλονίκη και ο κόσμος της (γειτονιές, δρόμοι, χαρές και εόρτιες εκδηλώσεις) δίδονται με την καρπερή ματιά του ερωτευμένου.
Πρόκειται για τις εικόνες των παιδικών μας χρόνων (όσοι από εμάς έζησαν το λιτό βίο των χρόνων του εξήντα καταλαβαίνουν τι εννοώ) μεσολαβημένες όμως από τον φωτογραφικό φακό ενός ματιού το οποίο αντιλαμβάνεται τον κόσμο σαν ένα σκηνικό μυστήριο, σαν μια τεράστια γιορτή της οποίας το τέλος όλοι γνωρίζουμε. Όπως τα κείμενα του Καζαντζή, του Ιωάννου ή του Ασλάνογλου, οι εικόνες του Στυλιανού αποτελούν μάρτυρες ηθογραφικής τοποφιλίας, συνομιλούν με τον καταγωγικό κόσμο που τις παρήγαγε (λαϊκοί άνθρωποι, βιοπαλαιστές) και συναγωνίζονται σε λυρισμό τις πιο ωραίες περιγραφές της επαρχίας και των ανθρώπων της. Ταυτόχρονα ωστόσο η κοφτερή ματιά των εικόνων προδίδει και τη στόφα του μοντερνιστή ευρωπαίου: ο κόσμος αναπαρίσταται σαν ένα πεδίο δυνατοτήτων, το πανηγύρι δεν είναι μόνον η εκτός τάξεως γιορτή, είναι και η σύνοψη των λειτουργιών της αγοράς, τόπος διακίνησης εμπορευμάτων, πεδίο πολλαπλών ειδικοτήτων, τόπος συνάντησης ποικίλων πολιτισμών, συνέλευση νοοτροπιών. Παράλληλα, η ύλη ως μορφή, αποτυπωμένη σε παραδείγματα φύλλων και κορμών δέντρου, αποδεικνύει το αμείωτο ενδιαφέρον και τη μέριμνα για το μηχανικό, το αναλυτικό, το κυτταρικό σύστημα που κρύβεται σε κάθε πυρήνα του ορατού, αντικειμενικού κόσμου. Άλλοτε πάλι, στην επισήμανση της χρήσης των σταυρών, θεματοποιείται ο χριστιανικός συμβολισμός όχι από τη μεριά του πιστού αλλά από τη μεριά του εν εγρηγόρσει ευρισκομένου παρατηρητή, από τη μεριά του σαγηνευμένου από τα σημεία του κόσμου τούτου νεωτερικού ανθρώπου—σ’ έναν κόσμο όπου η περίσσεια των συμβόλων καθιστά περιττή το ίδιο το συμβολιζόμενο.
Η φωτογραφία τραβήχτηκε στο Καταφύγι Κοζάνης το 1966/67: ο ορεινός οικισμός με ορατά τα ίχνη της φθοράς—είκοσι χρόνια μετά τον εμφύλιο οι άνθρωποι παλεύουν με τα φαντάσματα της κοινοτικής επιβίωσης, εγγράφονται περίλυποι στο ρημαγμένο τοπίο, έξω και γύρω τους η κομμένη γλώσσα της μνήμης. Τα ερείπια του ένδοξου παρελθόντος τρομοκρατούν τον θεατή: κατοικίες, αποθήκες και θεμέλια υπό κατάρρευση, σπίτια άδεια κελύφη προϊστορικών ζώων, παράθυρα που χάσκουν ατενίζοντας το μηδέν, ωστόσο αντέχουν ακόμη οι κεραίες της μνήμης, οι καπνοδόχοι ευθυτενείς υπογραμμίζουν τον νόστο της επιστροφής (οι κάτοικοι σπαρμένοι τώρα στην Κοζάνη, την Κατερίνη, τη Βέρροια και τη Θεσσαλονίκη) κοιτάζουν το χαμένο κέντρο και θυμάσαι πανίσχυρες οικογένειες και αγροτικά νοικοκυριά, περήφανες εκκλησίες και κυνήγι άγριων πουλιών, τελετουργίες εορταστικές και φιλήματα ανυπεράσπιστων.
Εποπτεύοντας τους κορμούς—ριγμένοι με τάξη και αλληλέγγυα σιωπή—ο ξυλοκόπος ολοκλήρωσε την πτώση. Οι ρωγμές από το δυνατό καλοκαίρι και την ξηρασία μεγεθύνουν την απουσία, ο ήλιος πύρωσε με τη γλύκα του το μεδούλι του δέντρου, ρούφηξε το χυμό του μέχρι να πάρει σχήμα το υλοτομημένο.